- ἀκίον
- ἀκέωpres part act masc voc sg (doric)ἀκέωpres part act neut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
τηθυνάκιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. σχηματισμένος από τη λ. τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τηθ ύνη (πρβλ. χελ ύνη) με υποκορ. κατάλ. άκιον κατά το ὀστρ άκιον. Είναι, όμως, πιθ. να πρόκειται για εσφ. γρφ.] … Dictionary of Greek
φλυζάκιον — τὸ, Α υποκορ. μικρή φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού ιατρικού λεξιλογίου σχηματισμένος από το ρ. φλύζω / φλύω είτε με τη σημ. «βράζω, ξεχειλίζω, αναβλύζω» (για υγρό που βράζει) είτε με τη σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (για τις σημ. βλ. λ. φλύω) με… … Dictionary of Greek
κλισμάκιον — κλισμάκιον, τὸ (Α) μικρό ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλισμ ός + υποκορ. κατάλ. άκιον] … Dictionary of Greek
σκαμάγγι — το, Ν μπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ άκιον, ενώ, κατ άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα».… … Dictionary of Greek
τριτάκιον — τὸ, Μ περγαμηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πιτ(τ)άκιον, κατ επίδραση τών σύνθ. με α΄ συνθετικό τρι *] … Dictionary of Greek